- τίλῃ
- τίλαpluckingfem dat sg (attic epic ionic)τί̱λῃ , τίλλωb.aor subj mid 2nd sgτί̱λῃ , τίλλωb.aor subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τίλη — η, ΝΑ, και τίλα Α καθένα από τα σωματίδια κονιορτού που αιωρείται στον αέρα και το οποίο γίνεται ορατό κυρίως μέσα σε δέσμη ηλιακών ακτίνων νεοελλ. καθένα από τα μόρια κολλοειδούς διαλύματος, το μικήλλιο αρχ. 1. απόρριμμα προερχόμενο από… … Dictionary of Greek
σπατίλη — και πατίλη, ἡ, Α 1. υδαρές αποπάτημα 2. αποπάτημα, κόπρος 3. μικρά κομμάτια, κοψίδια από δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία εμφανίζει επίθημα ίλη, που απαντά σε λ. τού καθημερινού λεξιλογίου τής Αρχαίας (πρβλ. κον ίλη, μαρ ίλη). Η λ. με … Dictionary of Greek